ζακές

ζακές
ο και ζακέ, το
είδος επίσημου ανδρικού εξωτερικού ενδύματος, σχιστού στο πίσω μέρος, που φθάνει περίπου ώς την κάμψη τών γονάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. jaque μάλλον παρά jaquette (πρβλ. και ζακέτα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζακέτα — η 1. εξωτερικό ανδρικό, γυναικείο και παιδικό ένδυμα που περιβάλλει τον κορμό και κλείνει στο στήθος με κουμπιά 2. σπαν. ο ζακές*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. jaquette < jaque (< αραβ. schakk) με την υποκοριστική κατάλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”